- ἐθελούσια
- ἐθελούσιοςvoluntaryneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐθελουσία — ἐθελουσίᾱ , ἐθελούσιος voluntary fem nom/voc/acc dual ἐθελουσίᾱ , ἐθελούσιος voluntary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουσίᾳ — ἐθελουσίᾱͅ , ἐθελούσιος voluntary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουσίας — ἐθελουσίᾱς , ἐθελούσιος voluntary fem acc pl ἐθελουσίᾱς , ἐθελούσιος voluntary fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουσίαι — ἐθελουσίᾱͅ , ἐθελούσιος voluntary fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελουσίαν — ἐθελουσίᾱν , ἐθελούσιος voluntary fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
воленыи — (1*) прич. страд. прош. к волити в 1 знач.: Ноужа и стра(х) николиже бываета творца добродѣ˫анью. добра˫а бо волена˫а, не ноужьна˫а. (ἐϑελούσια) Пч к. XIV, 106 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek
παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική … Dictionary of Greek
περιθωριακός — ή, ό, Ν [περιθώριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο («περιθωριακές σημειώσεις) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο τής κοινωνίας (α. «περιθωριακή μειονότητα» σύνολο ατόμων με ιδιόρρυθμη κοινωνική συμπεριφορά και με κύριο … Dictionary of Greek